Οι εγκυμοσύνες μετά την εξωσωματική γονιμοποίηση IVF, θεωρούνται υψηλού κινδύνου γιατί αυξάνονται οι πιθανότητες παθολογικών καταστάσεων, όπως διαβήτη κυήσεως ή υπέρταση.
Αιτίες είναι η μεγαλύτερη ηλικία των γυναικών, η παρουσία και άλλων επιβαρυντικών παραγόντων. Υπάρχουν 41% μεγαλύτερες πιθανότητες, προεκλαμψίας ή υπέρτασης σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην μεγαλύτερη ηλικία αυτών των γυναικών ή να υπάρχει φτωχότερη εξέλιξη του πλακούντα αργότερα στην κύηση.
Μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση IVF υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα πολύδυμης κύησης, που είναι εγκυμοσύνες υψηλού κινδύνου, με μεγαλύτερο ποσοστό πρόωρου τοκετού και αποβολής στο πρώτο τρίμηνο.
Αυτό όμως μπορεί να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους:
- Στην IVF, το τεστ κυήσεως γίνεται συγκεκριμένες ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά, χωρίς να περιμένουμε καθυστέρηση περιόδου. Έτσι στους κύκλους IVF αποκαλύπτονται περισσότερες βιοχημικές κυήσεις, δηλαδή περιπτώσεις που η β-χοριακή ανεβαίνει αρχικά και μετά από λίγες ημέρες μειώνεται και έρχεται η περίοδος, χωρίς να έχει προλάβει να φανεί ο ενδομήτριος σάκος κυήσεως στο υπερηχογράφημα. Στις φυσικές συλλήψεις, που δεν γίνεται άμεσα η β-χοριακή, η βιοχημική κύηση δεν αποκαλύπτεται και θεωρείται ως μια απλή καθυστέρηση περιόδου.
- Οι αποβολές στην IVF μπορεί να συνδέονται και με την αρχική αιτία υπογονιμότητας, π.χ. γυναίκες με ανεξήγητη υπογονιμότητα παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό θρομβοφιλία.
- Σε πολλές γυναίκες υπάρχει επιβαρυμένο ιστορικό αποβολών ή ενδομητρίου θανάτου, σε προηγούμενες κυήσεις, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα αποβολής σε επόμενη κύηση.